αλωνιά

αλωνιά
Τρία είδη φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Η επιστημονική τους ονομασία είναι αλχάγιο και, το καθένα χωριστά, αλχάγιο το ελληνικό, αλχάγιο το καμήλιο και αλχάγιο το μαυριτανικό. Είναι φυτά φρυγανώδη με πολλά αγκαθωτά κλαδιά και μικρά φύλλα. Τα άνθη τους, επίσης μικρά, αποτελούνται από 5 σέπαλα και 5 πέταλα, έχουν χρώμα κόκκινο και είναι διατεταγμένα σε ταξιανθίες όπως του σταφυλιού, χωρίς επάκριο άνθος. Ο καρπός τους είναι χέδροπας που ανοίγει με πλευρική ή κοιλιακή ραφή. Τα φυτά αυτά ευδοκιμούν στα ελληνικά παράλια και στα νησιά του Αιγαίου. Γύρω από την α. υπάρχουν πολλές λαογραφικές παραδόσεις. Άλλες αποδίδουν στο φυτό υπερφυσικές ιδιότητες και άλλες το θεωρούν αίτιο συμφοράς, γι’ αυτό και συνιστούν την παραμονή του εκτός σπιτιού και το ξερίζωμά του.
* * *
η
1. ποσότητα δημητριακών αρκετή για ένα αλώνισμα
2. ποσότητα καρπών, που απλώνεται σε αλώνι για αποξήρανση
3. ο καρπός που αλωνίστηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι. Η σημ. (2) επιτρέπει πιθ. τη σύνδεση τής λ. με το αρχ. ἁλωνία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἁλωνία — ἁλωνίᾱ , ἁλωνία threshing floor fem nom/voc/acc dual ἁλωνίᾱ , ἁλωνία threshing floor fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλωνίᾳ — ἁλωνίᾱͅ , ἁλωνία threshing floor fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλωνία — Τρία είδη φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Η επιστημονική τους ονομασία είναι αλχάγιο και, το καθένα χωριστά, αλχάγιο το ελληνικό, αλχάγιο το καμήλιο και αλχάγιο το μαυριτανικό. Είναι φυτά φρυγανώδη με πολλά αγκαθωτά κλαδιά και μικρά φύλλα. Τα …   Dictionary of Greek

  • αλωνιά — η το ποσό των δημητριακών που είναι αρκετό για ένα αλώνισμα: Έχουμε ακόμη μια αλωνιά στάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁλωνίας — ἁλωνίᾱς , ἁλωνία threshing floor fem acc pl ἁλωνίᾱς , ἁλωνία threshing floor fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλωνίαι — ἁλωνίᾱͅ , ἁλωνία threshing floor fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλωνίαν — ἁλωνίᾱν , ἁλωνία threshing floor fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλωνιῶν — ἁλωνία threshing floor fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλωνίαις — ἁλωνία threshing floor fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”